Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καλύπτω κρύπτω

См. также в других словарях:

  • καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …   Dictionary of Greek

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

  • καλύβωμα — και καλύμβωμα, τὸ (Μ) το να καλύπτει κάποιος κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καλύβω < καλύπτω), πρβλ. κρύβω, κρύπτω)] …   Dictionary of Greek

  • ԾԱԾԿԵՄ — (եցի.) NBH 1 1000 Chronological Sequence: Early classical, 11c ն. κρύπτω, ἑπικρύπτω occulto, abscondo, recondo. Դնել ʼի ծածուկ վայրի. պահել. թաքուցանել. անյայտ եւ անհատ առնել. թաղել. գանձել, եւայլն. կր. թաքչել. աներեւոյթ լինել. ծածկել, թահել,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»